- ἐγκελεύομαι
- ἐγκελεύωurge onpres ind mp 1st sgἐγκελεύωurge onpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκελεύω — ἐγκελεύω (Α) 1. προτρέπω, παρακινώ 2. μέσ. διατάσσω, παραγγέλλω 3. φρ. «τὸ πολεμικὸν ἐγκελεύομαι» σαλπίζω έφοδο … Dictionary of Greek
παρεγκελεύομαι — ΜΑ προτρέπω, παρακινώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐγκελεύομαι «παροτρύνω, παραγγέλλω»] … Dictionary of Greek
προσεγκελεύομαι — Α παρακινώ παραπέρα, προτρέπω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐγκελεύομαι «προτρέπω, διατάσσω, παραγγέλλω, σαλπίζω έφοδο»] … Dictionary of Greek